Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔτι δέ

См. также в других словарях:

  • έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …   Dictionary of Greek

  • ἔτι — yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. — μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. См. Не подымай меня высоко, да и не опускай низко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐξ ἔτι σπαργάνων. — См. Инкунабула …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔτι γὰρ δύναται τετυγμένον εἶναι ἄτυχτον. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σουν(ν)έτι — το, Ν η περιτομή τών ισραηλιτών και τών μωαμεθανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sunnet] …   Dictionary of Greek

  • 'τι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμωρήθην — ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμᾶθ' — ἐτῑμᾶτο , τιμάω honour imperf ind mp 3rd sg ἐτῑμᾶτε , τιμάω honour imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»